- απαξιώνω
- -ίωσα, δεν κρίνω άξιο, δεν καταδέχομαι: Απαξίωσε ακόμη και να με χαιρετήσει. Ουσ. απαξίωση, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.